δριμέα

δριμέα
δρῑμέα , δριμύς
piercing
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
δρῑμέᾱ , δριμύς
piercing
fem nom/voc/acc dual (epic ionic)
δρῑμέα , δριμύς
piercing
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”